- προκαταρτύω
- προκαταρτ-ύω,A prepare or temper beforehand, Plu.2.31d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταρτύω — Α 1. προπαρασκευάζω, προετοιμάζω 2. προδιαθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταρτύω «ετοιμάζω, παρασκευάζω»] … Dictionary of Greek